- αυτόχθονας
- ο (ΑΜ αὐτόχθων, -ον) [χθων]1. ως ουσ. αυτός που κατοικεί στη χώρα όπου γεννήθηκε, γηγενής2. ως επίθ. ντόπιος, επιχώριος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτόχθονας — ο ντόπιος (αντίθ. ετερόχθονας): Καμάρωνε πως ήταν Αθηναίος αυτόχθονας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αὐτόχθονας — αὐτόχθων sprung from the land itself masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ABORIGINES — Italiae populi qui in Siculotum agros successerunt, Nomen eorum unde originem coeperit, ostendere voluit Festus Pompeius his verbis: Aborigines appellati sunt, quod errantes convenerint in agrum, qui nunc est populi Romani; fuit enim gens… … Hofmann J. Lexicon universale
CHTHONIA — Ceres dicta, quasi terrestris, seu terrena, quamquam Pausan. auctor est, l. 1. eam cognomen hoc sortitam a Chthoniâ quadam puellâ Argivâ, quod post ambustum patrem a Dea in Hermionem oppid. ducta, ibi templum ei consecraverit, Chthoniamque Deam a … Hofmann J. Lexicon universale
CICADA — Apollini apud Gentiles sacra fuit, Deo Musico; quemadmodum et cycnus, ob cantum. Hinc etiam Poctae cicadae dicti, sed mali potius. Ita enim Simonides, apud Athenaeum, l. 15. c. 8. Φοῖβος ἐσαγεῖται τοῖς Τυνδαρίδῃσιν ἀοιδὰν, Τὰν ἄμετροι τέττιγες… … Hofmann J. Lexicon universale
Καριώτης — ο, θηλ. Καριώτισσα ο αυτόχθονας κάτοικος τής Ικαρίας ή αυτός που κατάγεται από την Ικαρία … Dictionary of Greek
Σικελός — ή / Σικελός, ή, όν, ΝΜΑ [Σικελία] (για πρόσ.) ο αυτόχθονας κάτοικος τής Σικελίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σικελία αρχ. αυτός που προέρχεται από τη Σικελία (α. «Σικελόν πάγον», Ευρ. β. «Σικελόν ἑλαιον» ρευστή μορφή ασφάλτου, Διοσκ.) … Dictionary of Greek
Ταιναριεύς — έως, ὁ, Α (ποιητ. τ.) ιθαγενής, αυτόχθονας τού ακρωτηρίου Ταινάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ταίναρος / Ταίναρον (πρβλ. Ταινάριος) + κατάλ. εύς (πρβλ. Χαλκιδεύς)] … Dictionary of Greek
αυθιγενής — αὐθιγενής και ιων. τ. αὐτιγενής, ές (Α) 1. (για πρόσωπα) αυτόχθονας, γηγενής 2. (για προϊόντα) εγχώριος, ντόπιος 3. (για νερά) αυτό που αναβλύζει επί τόπου, που δεν έρχεται από άλλη πηγή 4. γνήσιος, ειλικρινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αύθι + γενής… … Dictionary of Greek
αυτόχθονος — αὐτόχθονος, ον (AM) [χθων, ονός] μσν. ο αυτόχθονας αρχ. φρ. «αὐτόχθονον πατρῷον ἔθρισε δόμον» αφάνισε το πατρικό του μαζί με τη χώρα του … Dictionary of Greek